- Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός
- Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος, Φθιώτιδος και Ευρυτανίας, στα Β με τους νομούς Καρδίτσης και Άρτης, βρέχεται στα Β από τον Αμβρακικό κόλπο, στα Δ από το Ιόνιο πέλαγος και στα Ν από τον Πατραϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο. Ο ν.Α. διακρίνεται σε δύο τμήματα: το βόρειο, την περιοχή των Ορέων του Βάλτου, που ταυτίζεται με την αρχαία Αμφιλοχία, μεταξύ του Αμβρακικού και της Πίνδου, κατά κύριο λόγο ορεινό, και το νότιο, την περιοχή Ξηρομέρου η οποία αποκαλείται έτσι εξαιτίας της ασβεστολιθικής σύστασης του εδάφους, μεταξύ του Αμβρακικού και των εκβολών του Αχελώου, κατά κύριο λόγο πεδινό. Οι ακτές προς το Ιόνιο εμφανίζουν μεγάλο διαμελισμό, με πλήθος νησάκια απέναντί τους, ενώ ο Αχελώος και ανατολικότερα ο Εύηνος, στον Πατραϊκό, έχουν σχηματίσει με τις προσχώσεις τους ταινιοειδείς προεκτάσεις των ακτών, γλώσσες και προσχωσιγενή νησάκια. Ανάμεσα στους δύο ποταμούς σχηματίζονται τρεις λιμνοθάλασσες: του Αιτωλικού, του Μεσολογγίου –που επικοινωνούν με έναν στενό δίαυλο– και της Κλείσοβας. Στα Α του Εύηνου η ακτή γίνεται τελματώδης, έως το σημείο που οι απολήξεις των βουνών της Ναυπακτίας (1.472 μ.) την κάνουν απόκρημνη. Από το Αντίρριο αρχίζει ο όρμος της Ναυπακτίας με την προσχωσιγενή ακτή που έχει σχηματίσει ο Μόρνος με τους παραποτάμους του.
Το μεγαλύτερο μέρος του νομού βρίσκεται σε ζώνη φλύσχου, απ’ όπου προβάλλουν ασβεστολιθικοί όγκοι. Το έδαφος του νομού στα βόρεια είναι γενικά ορεινό και τραχύ. Στο νότιο τμήμα εκτείνεται η μεγάλη προσχωσιγενής περιοχή του Αχελώου με τις πεδιάδες Αγρινίου και Κατοχής, και η μικρότερη του Εύηνου με την πεδιάδα του Μεσολογγίου, που διακόπτεται από υψώματα –παλιά νησάκια– που ενώθηκαν με την ξηρά που έχει επεκταθεί. Το ανάγλυφο του νομού σχηματίζεται από ορεινά συγκροτήματα και διακλαδώσεις της νότιας Πίνδου, όπως τα Όρη του Βάλτου (1.782 μ.) και το Παναιτωλικό (1.926 μ.). Τα Ακαρνανικά Όρη είναι συνέχεια των ηπειρωτικών οροσειρών. Τα βουνά του ν.Α. γενικά δεν είναι ψηλά, ακολουθούν δειναρική κατεύθυνση και χωρίζονται από κοιλάδες και βυθίσματα όπου έχουν σχηματιστεί οι τέσσερις σημαντικές λίμνες του νομού: η Οζερός (10 τ. χλμ.) και η Αμβρακία (12 τ. χλμ.) στο βύθισμα Αιτωλικού-Αμβρακικού, όπου προβλέπεται να μεταφερθούν και τα περισσότερα νερά της· η Λυσιμαχία (14 τ. χλμ.) και η Τριχωνίδα (100 τ. χλμ.) στις οποίες συγκεντρώνονται τα νερά του Παναιτωλικού και του Αράκυνθου. Από τη Λυσιμαχία αρδεύεται η περιοχή δυτικά του Αράκυνθου. Στη χερσόνησο της Στέρνας βρίσκεται η λίμνη Βουλκαρία, με αυξομειούμενη έκταση και βαλτώδεις όχθες. Το υδρογραφικό δίκτυο του ν.Α. είναι γενικά πλούσιο, με κύριο στοιχείο τον Αχελώο ή Ασπροπόταμο (255 χλμ.), ο οποίος μπαίνει στον νομό από το δυτικό άκρο της Θεσσαλίας, καθορίζει για ένα διάστημα τα σύνορα του νομού με την Ευρυτανία, τον διαρρέει ολόκληρο και, αφού δεχθεί τα νερά λιμνών και των παραποτάμων του (Μπιζάκος), εκβάλλει στο Ιόνιο. Ο Εύηνος ή Φίδαρης (113 χλμ.) πηγάζει από την Ευρυτανία και εκβάλλει στον Πατραϊκό, απέναντι από την Πάτρα, σχηματίζοντας στις εκβολές του δέλτα. Ο Μόρνος (77 χλμ.), που πηγάζει από την Οίτη και είναι περισσότερο ποταμός της Φωκίδας, εκβάλλει στον Κορινθιακό, ανατολικά της Ναυπάκτου και τα νερά του χρησιμοποιούνται για την ύδρευση της Αθήνας και του Πειραιά.
Το κλίμα του νομού είναι ψυχρό στα ορεινά και εύκρατο στις χαμηλές και τις παράκτιες περιοχές. Το βορειοδυτικό, το δυτικό και το υψηλότερο ανατολικό τμήμα του δέχονται μεγάλες βροχοπτώσεις.
Οικονομία.Ο ν.Α., ο μεγαλύτερος σε έκταση νομός της Ελλάδας, έχει σημαντικές πεδινές αρδευόμενες εκτάσεις με ποικιλία προϊόντων. Κατά συνέπεια, η οικονομία του βασίζεται κυρίως στη γεωργία, το εισόδημα της οποίας το συμπληρώνουν η κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων –προβάτων και αιγών– η αλιεία, ιδιαίτερα η αξιοποίηση των δυνατοτήτων του Αμβρακικού κόλπου και της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, όπου παράγεται και το αβγοτάραχο, καθώς και η εκμετάλλευση των δασών έλατου και βελανιδιάς. Η βιομηχανία είναι σχετικά περιορισμένη και βασίζεται στην επεξεργασία των αγροτικών προϊόντων, με επικεφαλής τον καπνό της περιοχής Αγρινίου.
Το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων αρδεύεται από τα νερά του Αχελώου, τα οποία αξιοποιούνται και από σειρά μεγάλων υδροηλεκτρικών έργων. Περισσότερα από τα τρία τέταρτα της εγκατεστημένης υδροηλεκτρικής ισχύος της Ελλάδας βρίσκονται στον ν.Α.
Ο ν.Α. διασχίζεται από νότο προς βορρά από την εθνική οδό, η οποία από το Αντίρριο αποτελεί προέκταση της εθνικής οδού Αθήνας - Κορίνθου - Πάτρας, διασχίζει την Ήπειρο και καταλήγει στην Ηγουμενίτσα. Η ολοκλήρωση της γέφυρας Ρίου - Αντιρρίου και η βελτίωση του εθνικού οδικού δικτύου που διασχίζει τον νομό και καταλήγει στο Άκτιο, αποτελεί ένα από τα κυριότερα αναπτυξιακά έργα, όχι μόνο για τον ν.Α., αλλά για ολόκληρη τη χώρα.
Στον ν.Α. παράγεται το μεγαλύτερο μέρος των καπνών εσωτερικής κατανάλωσης καθώς και βαμβάκι, δημητριακά (σιτάρι, αραβόσιτος, ρύζι), σουσάμι, καρπούζια, αμύγδαλα, ελιές, εσπεριδοειδή κλπ. Σημαντική είναι και η παραγωγή ζωοκομικών προϊόντων, ξυλείας κλπ. Η βιομηχανία είναι συγκεντρωμένη κυρίως στο Αγρίνιο και κατά δεύτερο λόγο στο Μεσολόγγι και τη Ναύπακτο, τατρία μεγαλύτερα αστικά κέντρα του νομού.
Διοικητική διαίρεση. Πριν από τη διοικητική αναδιάταξη της χώρας με το σχέδιο Καποδίστριας, ο ν.Α. περιλάμβανε τις επαρχίες Βάλτου, Βόνιτσας-Ξηρομέρου, Μεσολογγίου, Ναυπακτίας και Τριχωνίδας. Σήμερα, διαιρείται σε 29 δήμους, τους εξής: Αγγελοκάστρου (2.761 κάτ.), Αγρινίου (54.253 κάτ.), Αιτωλικού (7.216 κάτ.), Αλυζίας (3.744 κάτ.), Αμφιλοχίας (12.834 κάτ.), Ανακτορίου (8.830 κάτ.), Αντιρρίου (2.375 κάτ.), Αποδοτίας (2.598 κάτ.), Αρακύνθου (6.397 κάτ.), Αστακού (7.252 κάτ.), Θέρμου (9.299 κάτ.), Θεστιέων (7.087 κάτ.), Ινάχου (6.169 κάτ.), Κεκροπίας (4.494 κάτ.), Μακρυνείας (5.241 κάτ.), Μεδεώνος (5.050 κάτ.), Μενιδίου (2.442 κάτ.), Μεσολογγίου (17.988 κάτ.), Ναυπάκτου (18.231 κάτ.), Νεάπολης (5.052 κάτ.), Οινιάδων (10.227 κάτ.), Παναιτωλικού (1.853 κάτ.), Παραβόλας (4.482 κάτ.), Παρακαμπυλίων (2.757 κάτ.), Πλατάνου (1.775 κάτ.), Πυλλήνης (2.000 κάτ.), Στράτου (6.438 κάτ.), Φυτειών (2.721 κάτ.), Χαλκείας (2.863 κάτ.).
Σημειώνεται ότι το Αγρίνιο συγκεντρώνει το μισό τουλάχιστον της βιομηχανικής δραστηριότητας του ν.Α., και εξυπηρετείται συγκοινωνιακά από την εθνική οδό Αντιρρίου - Ηγουμενίτσας.
Ιστορία. Από τη μυθική ακόμα εποχή διαφαίνεται η αντίθεση Ακαρνάνων και Αιτωλών, που θα σφραγίσει όλη την ιστορία τους έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση: με ξεχωριστά πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα (Θέρμος οι Αιτωλοί, Στράτος και Όλπαι οι Ακαρνάνες), τοποθετημένοι πάντα σε αντίπαλα στρατόπεδα, θα πολεμήσουν επανειλημμένα μεταξύ τους, έως την εποχή που ο Οκτάβιος θα τους εντάξει στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας· από τότε οι δρόμοι τους βασικά είναι κοινοί. Στην αρχαιότητα οι πόλεις της Ακαρνανίας (Στράτος, Αμφιλοχικόν Άργος, Λιμναία, ‘Όλπαι, Οινιάδαι, Ανακτόριον, Άκτιον κ.ά.) είναι οργανωμένες στο Κοινόν. Οι Ακαρνάνες είναι κατά κανόνα φίλοι και σύμμαχοι των Αθηναίων, συμπράττουν μαζί τους στους Περσικούς πολέμους και στον Πελοποννησιακό, ενώ οι Αιτωλοί μένουν σχεδόν αμέτοχοι, όπως και αργότερα στον αγώνα εναντίον του Φιλίππου. Το 391 υποτάσσονται στη Σπάρτη, αργότερα παρακολουθούν τους Θηβαίους, το 255 γίνονται υπήκοοι της Μακεδονίας και μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.) παραδίδονται στους Ρωμαίους. Οι Αιτωλοί εμφανίζονται ενωμένοι το 426 όταν αποκρούουν τους Αθηναίους. Ενεργό ρόλο στα ελληνικά πράγματα αρχίζει να διαδραματίζει η Αιτωλία με την ίδρυση της Αιτωλικής Συμπολιτείας στην οποία συμμετέχουν όλες οι αιτωλικές πόλεις αλλά και όσες έχουν κατακτηθεί. Το γόητρο των Αιτωλών ενισχύεται όταν αναγκάζουν τους Δελφούς να μετάσχουν στη Συμπολιτεία (298), αποκρούουν τους Γαλάτες και αποκτούν δικαίωμα να συμμετάσχουν στις Αμφικτιονίες. Εισχωρούν ύστερα στην Πελοπόννησο, συγκροτούν ομοσπονδία των αρκαδικών πόλεων και εγκαινιάζουν ναυτική πολιτική, η οποία βασίζεται στην πειρατεία και την απαλλαγή από τους φόρους. Η παρακμή αρχίζει με τη συμμαχία Φιλίππου Ε’ και Αχαϊκής Συμπολιτείας, που οδηγει τις δύο Συμπολιτείες σε πόλεμο (220-217 π.Χ.) και εξωθεί τους Αιτωλούς προς τους Ρωμαίους, οι οποίοι τους αφαιρούν πολλές περιοχές, ενώ ο Αιμίλιος Παύλος εκτοπίζει όσους είναι αντίθετοι προς τη Ρώμη.
Από τον 3ο αι. μ.Χ. η περιοχή δέχεται το κύμα επιδρομών των βαρβαρικών φύλων. Στη βυζαντινή περίοδο η Αιτωλία και η Ακαρνανία υπάγονται σε διαφορετικά θέματα. Ακολουθεί νέο κύμα επιδρομών, από την ξηρά και από τα παράλια. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), η περιοχή υπάγεται στο Δεσποτάτοτης Ηπείρου και συμμερίζεται τη μοίρα του έως την κατάλυσή του (1339). Εισδύουν ύστερα Αλβανοί, των οποίων την εξουσία καταλύει ο αυθέντης Κεφαλονιάς και Ζακύνθου ΚάρολοςΑ’Τόκκος, ο οποίος (αρχές 15ου αι.) εισχωρεί στην Αιτωλοακαρνανία, όπως και στην Ήπειρο, αποβλέποντας να ανασυστήσει το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ακολουθεί ύστερα η τουρκική διείσδυση από την οποία θα μείνει εκτός η Ναύπακτος, που την κρατούν οι Ενετοί. Από την εποχή αυτή η δυτική Στερεά και ειδικότερα η Αιτωλοακαρνανία θα γίνει το κέντρο όπου θα δημιουργηθούν οι πρώτοι πυρήνες της ελληνικής ανεξαρτησίας. Ορεινή και απομονωμένη, δεν θα κατακτηθεί ποτέ ολοκληρωτικά. Εκεί θα καταφύγουν οι πληθυσμοί άλλων περιοχών και οι κάτοικοί της θα ζήσουν για τέσσερις αιώνες με το όπλο στο χέρι, είτε ως αρματολοί είτε ως κλέφτες. Πριν ακόμα από την Επανάσταση του 1821 στην Αιτωλοακαρνανία υπήρχαν αρματολίκια. Η περιοχή Ξηρομέρου, ιδιαίτερα, με την ασφάλεια που παρέχουν τα δασώδη βουνά της και τα απέναντι βενετοκρατούμενα νησιά, γίνεται ο τόπος συγκέντρωσης των κλεφτών. Γενικά η Αιτωλοακαρνανία ήταν μια από τις εστίες όπου κατά κύριο λόγο χαλυβδώθηκε και αναπτύχθηκε το πνεύμα των Ελλήνων στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Οι μορφές και η δράση του Ευγένιου του Αιτωλού και έναν αιώνα αργότερα του Κοσμά του Αιτωλού, αποτελούν χαρακτηριστική εκδήλωση αυτού του πνεύματος, ενώ η αντίσταση του Μεσολογγίου στα χρόνια της Επανάστασης παραμένει ένα αξεπέραστο ορόσημο. Η περιοχή απελευθερώθηκε και αποτέλεσε τμήμα του ελληνικού κράτους το 1829.
Η Κλεισούρα της Αιτωλίας κόβει το όρος Αράκυνθος από Β προς Ν και μέσω αυτής επικοινωνούν η λεκάνη των αιτωλικών λιμνών και η προσχωσιγενής πεδιάδα Μεσολογγίου (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Τμήμα του ποταμού Εύηνου του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που είναι γνωστός και με το όνομα Φείδαρης, ενώ στην αρχαιότητα ονομαζόταν Λυκόρμας.
Ερείπια της σημαντικής πόλης Στράτος της αρχαίας Ακαρνανίας, που ήταν χτισμένη στην εύφορη στρατική πεδιάδα (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Η αβαθής λιμνοθάλασσα, κοντά στο Μεσολόγγι, είναι γνωστή για τα ιχθυοτροφεία της
Άποψη της λίμνης της Λυσιμαχίας στην Αιτωλία (φωτ. Κ. Ραφαηλίδη).
Άποψη της Αμφιλοχίας, έδρας του ομώνυμου δήμου.
Ναύπακτος, μία από τις πιο γραφικές πόλεις του νομού Αιτωλοακαρνανίας.
Χαρακτηριστικός τύπος ψαράδικης κατοικίας σε λιμνοθάλασσα της Αιτωλοακαρνανίας.
Dictionary of Greek. 2013.